- εξογκυλώ
- ἐξογκυλῶ, -όω (Μ)αυξάνω, μεγαλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκυλώ, από την ίδια ρίζα με το όγκος αλλ' αμφίβολης παραγωγής, ίσως από τη γλώσσα τού Ησυχίου «ογκύλονσεμνόν, γαύρον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγκυλώ — ἐξογκυλῶ, όω (Α) 1. δένω με δερμάτινο ιμάντα ή βρόχο 2. μέσ. κρατώ ακόντιο από την αγκύλη του, δηλ. από τον ιμάντα που βρισκόταν στη μέση τού ακοντίου και με τον οποίο ο ακοντιστής έριχνε το ακόντιο … Dictionary of Greek